-
1 лучше
лучше 1. (сроен, ст. от хороший) καλύτερος 2. (сравн. ст. от хорошо) καλύτερα· здесь \лучше слышно εδώ ακούγεται καλύτερα· мне \лучше είμαι καλύτερα· тем \лучше τόσο το καλύτερο* \лучше бы... καλύτερα να...· \лучше не... καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι...* * *1. сравн. ст. от хороший 2. сравн. ст. от хорошоздесь лу́чше слы́шно — εδώ ακούγεται καλύτερα
мне лу́чше — είμαι καλύτερα
тем лу́чше — τόσο το καλύτερο
лу́чше бы… — καλύτερα να…
лу́чше не… — καλύτερα να μη..., καλύτερα όχι…
-
2 лучше
συγκρ. β. του επ. хороший και του επίρ. хорошо• καλύτερος• καλύτερα•жизнь стало лучше η ζωή καλυτέρευσε•
старый друг двух новых ο παλαιός φίλος είναι, καλύτερος από δυο καινούριους•
мне лучше είμαι (αισθάνομαι) καλύτερα•
лучше смерть, чем рабство καλύτερα θάνατος, παρά σκλαβιά•
лучше не спрашивай καλύτερα μη ρωτάς•
лучше поздно, чем никогда κάλιο αργά,παρά ποτέ.
εκφρ.как можно лучше – όσο το δυνατόν καλύτερα•как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•лучше сказать – για να πω (εκφραστώ) καλύτερα•тем лучше – ακόμα καλύτερα. -
3 гораздо
гораздо πολύ πιο \гораздо боль ший πολύ πιο μεγάλος \гораздо больше πολύ περισσότερα \гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα \гораздо меньше πολύ (πιο) λιγότε ρα \гораздо хуже πολύ (πιο) χει ρότερα* * *гора́здо бо́льший — πολύ πιο μεγάλος
гора́здо бо́льше — πολύ περισσότερα
гора́здо лу́чше — πολύ (πιο) καλύτερα
гора́здо ме́ньше — πολύ (πιο) λιγότερα
гора́здо ху́же — πολύ (πιο) χειρότερα
-
4 чувствовать
чувствовать αισθάνομαι; \чувствовать голод πεινάω; \чувствовать жажду διψάω; \чувствовать усталость νιώθω κούραση; \чувствовать себя лучше (хуже) αισθάνομαι καλύτερα ( χειρότερα); как вы себя чувствуете? πώς είστε;* * *чу́вствовать го́лод — πεινάω
чу́вствовать жа́жду — διψάω
чу́вствовать уста́лость — νιώθω κούραση
чу́вствовать себя́ лу́чше (ху́же) — αισθάνομαι καλύτερα (χειρότερα)
как вы себя́ чу́вствуете? — πώς είστε
-
5 гораздо
επίρ.(μόνο για σύγκριση)• πιο πολύ, πολύ πιο, ασύγκριτα•гораздо лучше πολύ (πιο) καλύτερα•
гораздо хуже πολύ (πιό) χειρότερα•
больному гораздо лучше ο άρρωστος είναι πολύ καλύτερα.
-
6 куда
επίρ.1. ερωτ. που; προς τα που; για που;•куда вы идёте? που πηγαίνετε;•
куда ты спешишь? για που βιάζεσαι;
2. ερωτ. γιατί; προς τι; για ποιο σκοπό;•куда вам столько денег? τι θα τα κάνεις τόσα λεπτά;
3. αναφ. όπου•куда назначат, туда и поеду όπου με διορίσουν, εκεί και θα πάω•
куда ни... όπου και να... куда ни спрятался... όπου και να κρύφτηκε... куда бы ни было όπου και να ήτανε.
4. (με συγκρ. β. επιθέτων και επιρρημάτων) σημαντικά, ασύγκριτα, πολύ•куда лучше πολύ καλύτερα (που ή πόσο καλύτερα).
5. πολύ, κατά πολύ. || αλλού•куда можно куда нельзя αλλού επιτρέπεται, αλλού δεν επιτρέπεται.
|| (αντίρρηση ή αδύνατο)•везде грязь куда тут работать! παντού βρωμιά, πού να δουλέψεις εδώ!
εκφρ.куда Макар телят не гонял – πολύ μακριά, στου διαβόλου τη μάνα•хоть куда – (απλ.) λαμπρός, άριστος, άψογος, έχει όλα τα χαρίσματα ή όλα τα καλά. -
7 полегчать
ρ.σ. (απρόσ.) ξαλαφρώνω, γίνομαι καλύτερα•больному с утра -ло ο άρρωστος από το πρωί είναι καλύτερα.
-
8 присказка
литер. η προεισαγωγή/αρχή ή ο επίλογος/το τέλος του μύθου, παραμυθιού (π.χ. στην αρχή «μια φορά κι έναν καιρό» και στον επίλογο «και ζούσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα»).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > присказка
-
9 можно
можнопредик безл εἶναι δυνατόν, γίνεται, μπορεί:это \можно сделать в пять дней μπορεί νά γίνει σέ πέντε μέρες· \можно поду́мать, что... σάμπως αὐτό νἀ...· \можно сказать μποροῦμε νά ποϋμε ὀτι· если \можно ἐάν εἶναι δυνατόν, ἐἀν γίνεται· как \можно лу́чше ὀσο τό δυνατό καλύτερα. -
10 несравненно
несравненнонареч1. (очень хорошо) ἀπαράμιλλα, ἀπαραμίλλως:она поет \несравненно τραγουδά ἀπαράμιλλά2. (при сравнит, ст, \несравненно гораздо) πολύ, ἀσύγκριτα:\несравненно лу́чше (хуже) ἀσύγκριτα καλύτερα (χειρότερα). -
11 best
[best] 1. adjective, pronoun((something which is) good to the greatest extent: the best book on the subject; the best (that) I can do; She is my best friend; Which method is (the) best?; The flowers are at their best just now.) καλύτερος2. adverb(in the best manner: She sings best (of all).) καλύτερα3. verb(to defeat: He was bested in the argument.) υπερισχύω- best man- bestseller
- the best part of
- do one's best
- for the best
- get the best of
- make the best of it -
12 make the best of it
(to do all one can to turn a failure etc into something successful: She is disappointed at not getting into university but she'll just have to make the best of it and find a job.) ανταπεξέρχομαι όσο καλύτερα μπορώ -
13 preferably
adverb καλύτερα,κατά προτίμηση -
14 rather
1) (to a certain extent; slightly; a little: He's rather nice; That's a rather silly question / rather a silly question; I've eaten rather more than I should have.) μάλλον2) (more willingly; preferably: I'd rather do it now than later; Can we do it now rather than tomorrow?; I'd rather not do it at all; I would/had rather you didn't do that; Wouldn't you rather have this one?; I'd resign rather than do that.) καλύτερα3) (more exactly; more correctly: He agreed, or rather he didn't disagree; One could say he was foolish rather than wicked.) μάλλον, για την ακρίβεια -
15 лучше
[λούτσσυ] επίρ. καλύτερα -
16 лучше
[λούτσσυ] επίρ καλύτερα -
17 весь
весь 1всего α., вся, -ей θ., все, всего, ουδ. πλθ. все, всех, αντων.1. όλος, -η, -ο,άπας, -α, -αν•весь день όλη τη μέρα•
весь мир όλος ο κόσμος•
вся страна όλη η χώρα•
все население όλος ο πληθυσμός•
все люди όλοι οι άνθρωποι•
со всех сторон από παντού•
всеми силами με όλες τις δυνάμεις.
|| με σημ. κατηγ. τελειώνω, εξαντλούμαι, ξοδεύομαι•молоко-то у нас все το γάλα μας τέλειωσε.
2. ολόκληρος, όλος• ακέριος•он весь в поту είναι κάθιδρος•
он весь в отца αυτός είναι ίδιος πατέρας, μοιάζει καταπληκτικά τόν πατέρα.
3. ουσ. ουδ. το παν, τα πάντα, όλα•все для победы όλα για τη νίκη•
для меня ты все για μένα εσύ είσαι το παν.
4. η γεν. всего, всех με συγκρ. β. επ. κ. επιρ. επέχει θέση υπερθ. β. чаще всего συχνότατα, συνηθέστατα•лучше всех καλύτερα απ’ όλους.
5. Με όλο(ν), όλη•во весь голос μ’ ολη τη δύναμη της φωνής•
изо всех сил μ’ όλες τις δυνάμεις•
при всем том παρ’ ολ! αυτά, εν τούτοις•
во всю силу μ’ όλη τη δύναμη.
εκφρ.без – κ. безо всего χωρίς τίποτε•все равно – το ίδιο κάνει, το ίδιο πράγμα είναι, το ιδιο είναι, ένα και το αυτό• είναι αδιάφορο• είτε έτσι, είτε αλλιώς• και όμως, εν τούτοις, παρ όλ’ αυτά, μ’ όλα ταύτα•все одно – το ιδιο είναι•все до одного – όλοι ως τον ένα, ως τον τελευταίο•весь всего хорошего – (αποχαιρετισμός) στο καλό•вот и все – τέλος, φτάσαμε στο τέλος, αυτό ήταν όλο•все одно – κ. все едино βλ. πιο πάνω•все равно• по всему – απ’ όλα (τα σημάδια).весь 2-и θ.παλ. χωριό. -
18 вещь
-и, γεν. πλθ. -ей θ.1. πράγμα, αντικείμενο•необходимые -и τα απαραίτητα πράγματα•
домашние -и τα πράγματα του σπιτιού.
|| ενδύματα, ιματισμός•положить -и в дорожный мешок βάζω τα πράγματα στονοδοιπο-πορικό σάκκο.
2. έργο, δημιούργημα•художник дал на выставку свой лучшие -и ο καλλιτέχνης έδοσε στην έκθεση τα καλύτερα έργα του.
3. γεγονός, κατάσταση•ты глубже смотри на -и εσύ βαθύτερα να εξετάζεις τα πράγματα•
странная вещь παράξενο πράγμα.
4. (φιλοσ.) αν τικείμενο, φαινόμενο•существуют -и независимо от нашего сознания υπάρχουν αντικείμενα ανεξάρτητα από τη συνείδηση μας•
-и в сейе αντικείμενα αυτά καθ’ εαυτά.
-
19 возможно
επίρ.1. όσο το δυνατό(ν)•сделать возможно лучше κάνω όσο το δυνατόν καλύτερα•
принесите лекарство возможно скорее φέρτε φάρμακο όσο μπορείτε γρηγορότερα ή το ταχύτερο.
2. απρόσ. είναι, υπάρχει η δυνατότητα.3. ίσως, είναι ενδεχόμενο, δυνατό, ενδέχεται, μπορεί, πιθανόν•возможно меня не будет дома завтра μπορεί αύριο να μην είμαι στο σπίτι, ίσως αύριο να λείπω από το σπίτι.
-
20 вырезать(ся)
вы/ резать(ся) 1-ежу, -ежешь, προστκ. вырежи, κ. вырежь, ρ.σ.μ.1. κόβω, αποκόπτω, εκκόπτω, εκ-τέμνω, αφαιρώ, βγάζω•вырезать(ся) опухоль αφαιρώ τον όγκο•
вырезать(ся) картинки из книги κόβω τις εικόνες από το βιβλίο.
2. σκαλίζω, χαράσσω•вырезать(ся) свое имя на кольце χαράσσω το όνομα μου στο δαχτυλίδι.
3. ξεχωρίζω, δίνω•беднякам -ли лучшие земли στη φτωχολογιά έδωσαν τα καλύτερα χωράφια.
|| σφάζω, κατασφάζω•бандиты -ли все население деревни οι ληστές έσφαξαν όλους τους κατοίκους του χωριού•
1. κόβομαι, αποκόπτομαι.2. μτφ. ξεχωρίζω, διακρίνομαι, φαίνομαι ζωηρά.выреза/ ть(ся) 2ρ.δ.βλ. вырезать(ся).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
καλύτερος — η, ο πιο καλός, σε σύγκριση με κάποιον άλλο. επίρρ... καλύτερα 1. πιο καλά, προτιμότερα («καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή, παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή») 2. φρ. α) «είμαι καλύτερα» ή «πάω καλύτερα» βελτιώνεται η υγεία μου ή η κατάστασή… … Dictionary of Greek